βοιωταρχια

βοιωταρχια
    βοιωταρχία
    βοιωτ-αρχία
    ἥ должность беотарха Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βοιωταρχια" в других словарях:

  • βοιωταρχία — βοιωταρχία, η (Α) [βοιωτάρχης] το αξίωμα του βοιωτάρχη …   Dictionary of Greek

  • Βοιωταρχίᾳ — Βοιωταρχίαι , Βοιωταρχία office of Boeotarch fem nom/voc pl Βοιωταρχίᾱͅ , Βοιωταρχία office of Boeotarch fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοιωταρχίας — Βοιωταρχίᾱς , Βοιωταρχία office of Boeotarch fem acc pl Βοιωταρχίᾱς , Βοιωταρχία office of Boeotarch fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοιωταρχίαν — Βοιωταρχίᾱν , Βοιωταρχία office of Boeotarch fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»